- τυμπανιαίος
- -α, -ο, Ν(κυρίως για πτώμα) διογκωμένος σαν τύμπανο.επίρρ...τυμπανιαίωςσαν με τυμπανοκρουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + κατάλ. -ιαίος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1744 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.